WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
distribution n | (spread) | κατανομή ουσ θηλ |
| | διανομή ουσ θηλ |
| | μοιρασιά ουσ θηλ |
| There needs to be a fairer distribution of wealth in this country. |
| Σ' αυτήν τη χώρα πρέπει να γίνει μια πιο δίκαιη κατανομή πλούτου. |
distribution n | (logistics) | διανομή ουσ θηλ |
| This department is in charge of the company's distribution across Europe. |
| Το τμήμα αυτό είναι υπεύθυνο για τις διανομές της εταιρείας σε όλη την Ευρώπη. |
distribution n | (grouping, arrangement) | κατανομή ουσ θηλ |
| The local authority needs to ensure the correct distribution of schools in the town to meet the needs of all the neighbourhoods. |
| Οι τοπικές αρχές πρέπει να διασφαλίσουν τη σωστή κατανομή των σχολείων στην πόλη ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες σε όλες τις συνοικίες. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: